ρητινώδης

ρητινώδης
-ες / ῥητινώδης, -ῶδες, ΝΑ [ῥητίνη]
1. όμοιος με ρητίνη
2. αυτός που περιέχει ρητίνη, ρητινούχος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • ῥητινώδης — resinous masc/fem acc pl (attic epic doric) ῥητινώδης resinous masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ῥητινώδης resinous masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητινωδέστερον — ῥητινώδης resinous adverbial comp ῥητινώδης resinous masc acc comp sg ῥητινώδης resinous neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητινώδη — ῥητινώδης resinous neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ῥητινώδης resinous masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ῥητινώδης resinous masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ῥητινῶδες — ῥητινώδης resinous masc/fem voc sg ῥητινώδης resinous neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • γουταπέρκα — Ρητινώδης ουσία που βρίσκεται στον χυμό διαφόρων τροπικών φυτών του γένους δίχοψις. Η ακατέργαστη γ. είναι μείγμα ρητινών και υδρογοναθράκων του τύπου (C5H8)x (πολυϊσοπρένιο). Η καθαρή γ. παρουσιάζει σύνταξη ανάλογη με εκείνη του καουτσούκ, αλλά… …   Dictionary of Greek

  • ῥητινώδους — ῥητινώδης resinous masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • -ώδης — ΝΜΑ β συνθετικό επιθέτων τής Αρχαίας Ελληνικής, που ανάγεται στο θέμα οδ τού ρήματος ὄζω* «έχω μυρωδιά, μυρίζω», με έκταση λόγω συνθέσεως. Η αρχική σημασία, ωστόσο, τού β συνθετικού διατηρείται σε ελάχιστα επίθετα στα οποία η σημασία τού α… …   Dictionary of Greek

  • ένδαδος — ἔνδᾳδος, ον (Α) (για ξύλο ή δέντρο) ο γεμάτος ρετσίνι, ρητινώδης …   Dictionary of Greek

  • δρακόντειος — α, ο (AM δρακόντειος, ον Μ και δρακόντεος, ον) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε δράκο 2. αυτός που αναφέρεται ή αρμόζει στον νομοθέτη Δράκοντα νεοελλ. 1. πολύ αυστηρός, αμείλικτος («δρακόντεια μέτρα», «δρακόντειοι νόμοι») 2. αστρον. αυτός που… …   Dictionary of Greek

  • ενδαδούμαι — ἐνδᾳδοῡμαι, όομαι (Α) (για ξύλο ή δέντρο) γεμίζω ρετσίνι, γίνομαι ρητινώδης …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”